7. Πώς αυτές οι δοκιμές εφαρμόζονται στις παράγωγες εργασίες λογισμικού Ανοικτού Κώδικα;

Στην εξέταση των παραγώγων εργασιών, το λογισμικό Ανοικτού Κώδικα απαιτεί ειδική προσοχή. Αυτό οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι το λογισμικό Ανοικτού Κώδικα εξ ορισμού επιτρέπει τη δημιουργία των παραγώγων εργασιών. Κάτω από μια Μη-Προστατευτική άδεια, τα νέα μέρη μιας τέτοιας παράγωγης εργασίας μπορούν να χορηγηθούν υπό την άδεια επιλογής του συντάκτη και υπάρχει μικρή πιθανότητα διαμάχης για παραβίαση.

Η περίπτωση είναι πολύ διαφορετική με μια Προστατευτική άδεια επειδή απαιτεί οι παράγωγες εργασίες να χορηγηθούν υπό την ίδια άδεια με την αρχική εργασία. Εδώ η ερώτηση που τίθεται είναι αν έχουμε κατά ένα μεγάλο μέρος αντιγραφή ή αν έχουμε αποφυγή της δημιουργίας παραγώγου εργασίας. Στις περιπτώσεις όπου το λογισμικό Ανοικτού Κώδικα υπό μια Προστατευτική άδεια φαίνεται σαν να έχει αντιγραφεί, γενικά ή εν μέρει, σε μια μεγαλύτερη εργασία, η οποία είναι έπειτα χορηγημένη υπό μια διαφορετική άδεια από την αρχική εργασία, το θέμα της παράβασης θα καθοριστεί από τα δικαστήρια, τα οποία θα χρησιμοποιήσουν τις δοκιμές που αναλύθηκαν παραπάνω. Εντούτοις, αυτό δεν ισχύει στην περίπτωση όπου ο επόμενος συντάκτης διατηρεί την αρχική Προστατευτική άδεια με σεβασμό την αρχική εργασία, αλλά χορηγεί τη νέα εργασία υπό μια διαφορετική άδεια. Σε αυτήν την περίπτωση ο επόμενος συντάκτης δεν έχει παραβιάσει τα δικαιώματα του αρχικού συντάκτη εκτός εαν η νέα εργασία βρεθεί ότι είναι παράγωγος εργασία της αρχικής. Αυτή η τελευταία περίπτωση απαιτεί μια εξ ολοκλήρου διαφορετική διαδικασία στον καθορισμό του αν υπάρχει παράγωγη εργασία ή όχι.

Στις περιπτώσεις όπου η αρχική εργασία συνεχίζει να χορηγείται υπό Προστατευτική άδεια και η νέα εργασία είναι χορηγημένη υπό μια άλλη άδεια, οι ακόλουθοι παράγοντες πρόκειται να καθορίσουν εάν η νέα εργασία είναι παράγωγη της αρχικής:

  1. Η ουσία της νέας εργασίας

  2. Το αν οποιοδήποτε μέρος της αρχικής εργασίας έχει τροποποιηθεί και

  3. Το πως μια τέτοια τροποποίηση έχει πραγματοποιηθεί.

Αυτή η ανάλυση είναι συνεπής με τη διάκριση που θέτει η ίδια η GPL. Η πρόταση 2 της GPL δηλώνει:

"Δεν είναι πρόθεση αυτού του τμήματος να επιβεβαιώσει ή να αμφισβητήσει τα δικαιώματά σας στην εργασία που γράφεται εξ ολοκλήρου από σας. Αντίθετα, η πρόθεση είναι να ασκηθεί το δικαίωμα ελέγχου της διανομής των παραγώγων ή συλλογικών εργασιών που βασίζονται στο Πρόγραμμα. Επιπλέον, η "συγκατοίκηση" μιας άλλης εργασίας (που δεν βασίζεται στο Πρόγραμμα) με το Πρόγραμμα (ή με μια εργασία που βασίζεται στο Πρόγραμμα) μέσα στο ίδιο μέσο αποθήκευσης ή διανομής, δεν φέρνει την άλλη εργασία στο πεδίο αυτής της άδειας."

Παραδείγματος χάριν, εάν η εργασία είναι μια βάση δεδομένων που γράφεται εξ ολοκλήρου από σας και το Πρόγραμμα ένα λειτουργικό σύστημα υπό την GPL (ένα από τα πολλά λειτουργικά συστήματα για το οποίο πιθανόν δημιουργήθηκε η βάση δεδομένων), η διανομή της βάσης δεδομένων με το λειτουργικό σύστημα στο ίδιο μέσο αποθήκευσης (όπως ο σκληρός δίσκος) δεν υποχρεώνει τη βάση δεδομένων να χορηγείται υπό την ίδια άδεια με το λειτουργικό σύστημα (δηλαδή την GPL). Αφ' ετέρου, εάν έχουν γίνει τροποποιήσεις στο Πρόγραμμα (το λειτουργικό σύστημα) προκειμένου να προσαρμοστεί σωστά η εργασία (η βάση δεδομένων), τότε αυτές οι τροποποιήσεις, που αποτελούν παράγωγο εργασία του Προγράμματος, θα πρέπει να γίνουν διαθέσιμες υπό την GPL. Καμία τροποποίηση της εργασίας (βάση δεδομένων) δεν χρειάζεται να αναδιανεμηθεί σε αυτήν την περίπτωση.

Περιληπτικά, οι νομικές απαιτήσεις της GPL είναι αρκετά απλές για τους εμπορικούς προμηθευτές λογισμικού: εάν θέλετε να χρησιμοποιήσετε ένα ιδιόκτητο μοντέλο εισοδήματος, κρατήστε τις εργασίες σας (δηλαδή τον κώδικα) χωριστά από τις εργασίες υπό την GPL, αλλά κρατήστε τις τροποποιήσεις πλήρως ανεξάρτητες και δεν θα υπάρξει κανένα πρόβλημα στην προστασία των αρχικών εργασιών σας. Συγχρόνως, οποιεσδήποτε τροποποιήσεις κάνετε σε λογισμικό που καλύπτεται ήδη από την GPL θα είναι υπαγόμενες στην GPL.